γυφταριό

γυφταριό
το
1. τόπος όπου μένουν γύφτοι.
2. μτφ., χώρος ακατάστατος και ακάθαρτος: Έχει καιρό να καθαρίσει το σπίτι και το κατάντησε γυφταριό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γυφταριό — το 1. σιδηρουργείο 2. τόπος βρόμικος και ακατάστατος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”